συγκαττύω

συγκαττύω
Α
1. (για υποδηματοποιούς, σελοποιούς κ.ά. τεχνίτες) συρράπτω («θώραξ ἐκ δερμάτων συγκεκαττυμένος», Λουκιαν.)
2. μτφ. μηχανεύομαι, επινοώ («ψεύσματα συγκαττύειν» — το να μηχανεύεται κάποιος ψέματα, Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καττύω «συρράπτω δέρματα, σολιάζω, σχεδιάζω δόλιες πράξεις»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συγκαττύουσι — συγκαττύ̱ουσι , συγκαττύω patch up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγκαττύ̱ουσι , συγκαττύω patch up pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεκαττυμέναι — συγκεκαττῡμέναι , συγκαττύω patch up perf part mp fem nom/voc pl (attic) συγκεκαττῡμένᾱͅ , συγκαττύω patch up perf part mp fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασσύω — και αττ. τ. καττύω (Α) 1. συρράπτω δέρματα όπως ο υποδηματοποιός 2. ράβω σόλα σε υπόδημα, σολιάζω 3. μτφ. σχεδιάζω δόλια πράξη, μηχανώμαι κακά 4. μέσ. κασσύομαι συνθέτομαι, σχεδιάζομαι («οἶδ ἐγὼ τὸ πρᾱγμα τοῡθ ὅθεν πάλαι καττύεται» γνωρίζω εγώ… …   Dictionary of Greek

  • συγκάττυσις — ύσεως, ἡ, Α [συγκαττύω] 1. συρραφή, μπάλωμα 2. προετοιμασία, παρασκευή («συγκάττυσίς βρωμάτων», Κλήμ. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • συγκαττυστής — ὁ, Α [συγκαττύω] αυτός που πλάθει κάτι …   Dictionary of Greek

  • συγκαττύεις — συγκαττύ̱εις , συγκαττύω patch up pres ind act 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαττύοντας — συγκαττύ̱οντας , συγκαττύω patch up pres part act masc acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαττύοντες — συγκαττύ̱οντες , συγκαττύω patch up pres part act masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεκαττυμένος — συγκεκαττῡμένος , συγκαττύω patch up perf part mp masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκάττυε — συνεκάττῡε , συγκαττύω patch up imperf ind act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”