συγκαττύουσι — συγκαττύ̱ουσι , συγκαττύω patch up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγκαττύ̱ουσι , συγκαττύω patch up pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκαττυμέναι — συγκεκαττῡμέναι , συγκαττύω patch up perf part mp fem nom/voc pl (attic) συγκεκαττῡμένᾱͅ , συγκαττύω patch up perf part mp fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασσύω — και αττ. τ. καττύω (Α) 1. συρράπτω δέρματα όπως ο υποδηματοποιός 2. ράβω σόλα σε υπόδημα, σολιάζω 3. μτφ. σχεδιάζω δόλια πράξη, μηχανώμαι κακά 4. μέσ. κασσύομαι συνθέτομαι, σχεδιάζομαι («οἶδ ἐγὼ τὸ πρᾱγμα τοῡθ ὅθεν πάλαι καττύεται» γνωρίζω εγώ… … Dictionary of Greek
συγκάττυσις — ύσεως, ἡ, Α [συγκαττύω] 1. συρραφή, μπάλωμα 2. προετοιμασία, παρασκευή («συγκάττυσίς βρωμάτων», Κλήμ. Αλ.) … Dictionary of Greek
συγκαττυστής — ὁ, Α [συγκαττύω] αυτός που πλάθει κάτι … Dictionary of Greek
συγκαττύεις — συγκαττύ̱εις , συγκαττύω patch up pres ind act 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαττύοντας — συγκαττύ̱οντας , συγκαττύω patch up pres part act masc acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαττύοντες — συγκαττύ̱οντες , συγκαττύω patch up pres part act masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκαττυμένος — συγκεκαττῡμένος , συγκαττύω patch up perf part mp masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκάττυε — συνεκάττῡε , συγκαττύω patch up imperf ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)